Η Διάσωση των μνημείων της Μάνης

Η  χερσόνησος της Μάνης, τόπος  ιδιόμορφος, τραχύς και άγονος με μαγευτικές ακτές και αδιάσπαστη οικιστική συνέχεια από τα  προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα του ελληνικού πολιτισμού.  Κάτασπρη είναι η μανιάτικη γη από βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία- εκκλησίες, μοναστήρια, μεγαλιθικές κατασκευές, πύργους κάστρα, μεσαιωνικούς οικισμούς— που συνθέτουν μια διακεκριμένη ενότητα με ανεκτίμητη πολιτιστική αξία  και μοναδική φυσιογνωμία. Το έργο της συντήρησης των θρησκευτικών μνημείων της Μάνης ουσιαστικά ξεκίνησε στις αρχές της  δεκαετίας του 1950 από τον πρώτο  Επιμελητή Βυζαντινών Αρχαιοτήτων  Νικόλαο Δρανδάκη, που υπηρέτησε  στη Λακωνία περισσότερα από 10 χρόνια δημοσιεύοντας παράλληλα  σημαντικό αριθμό μελετών για τα μνημεία της περιοχής και ιδιαίτερα της Μάνης. Ο καθηγητής Νίκος Ζίας, στο άρθρο του :

«Η συντήρηση των βυζαντινών και νεωτέρων μνημείων της Πελοποννήσου από  το 1950 έως το 1975», αναφέρει χαρακτηριστικά:

 «Άγνωστος σχεδόν  με  εξαίρεση τις μικρές μελέτες άρθρα των R.Traquair και Megaw  ήταν ό μνημειακός πλούτος πού διασώζει η κακοτράχαλη, λιπόσαρκη γη της Μάνης.  Δύσβατη και άξενη δεν πρόσφερε εύκολη την χαρά στον ερευνητή.  Στα τελευταία όμως 25 χρόνια οι αρχαιολόγοι της Εφορείας με πρώτο και κυριότερο τον καθηγητή Ν. Δρανδάκη, την περπάτησαν, την ερεύνησαν, την μελέτησαν και συνεργεία από τεχνίτες δούλεψαν και δουλεύουν για την στερέωση των κτιρίων και πρόσφατα την συντήρηση των τοιχογραφιών».

Οι επεμβάσεις στους ναούς της Μάνης την εποχή εκείνη είχαν τις  περισσότερες φορές σωστικό χαρακτήρα για την αποτροπή από τον  κίνδυνο κατάρρευσης, επεκτάθηκαν όμως και σε πληρέστερη αποκατάσταση,  αναστήλωση που περιελάμβανε και στερέωση και καθαρισμό των τοιχογραφιών, ενώ σημαντική ήταν και η συμπαράσταση της  Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Από τα αξιόλογα μνημεία βυζαντινής αρχιτεκτονικής της Λακωνικής  Μάνης έγινε στερέωση και προληπτική συντήρηση των τοιχογραφιών  στους δικιόνιους σταυροειδείς ναούς της Επισκοπής κοντά στο χωριό  Σταυρί  και του Άη-Στράτηγου στους Μπουλαριούς οι οποίοι ακολουθούν τις μητροπολιτικές τάσεις της επίσημης ζωγραφικής  στον τετρακιόνιο σταυροειδή ναό των Αγίων Σέργιου και Βάκχου τη λεγόμενη Τρουλωτή— στην Κοίτα, στον μονοκάμαρο ναό των Αγίων Θεοδώρων στην Καφιόνα, στο δίκογχο, ανατολίτικης επίδρασης ναό του  Αγίου Παντελεήμονα στους Μπουλαριούς, ακριβώς χρονολογημένο από  επιγραφή στα 991/2, όπου έγινε και αποτοίχιση του β’ στρώματος των  τοιχογραφιών του 13ου-14ου αιώνα και στο δίχωρο καμαροσκέπαστο ναό του Αγίου Γεωργίου στην Καρύνια. Σε μεγάλο αριθμό μνημείων, επισκευάσθηκε η στέγη, όπως στον τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμένο ναό του Αγίου Ιωάννη στην Κέρια με τα εντοιχισμένα ανάγλυφα  στο δικιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό του Σωτήρα στη Γαρδενίτσα  με το ιδιότυπο προστώο στη δυτική πλευρά του, στον  οποίο αποκαταστάθηκαν και μορφολογικά στοίχεια στους δίκογχους  ναούς του Αγίου Πέτρου πάλι στη Γαρδενίτσα και του Αγίου Γεωργίου  στους Μπουλαριούς, στο προστώο του μονοκάμαρου ναού του Αγίου Γεωργίου στον Δρύαλο, στο οποίο επισκευάσθηκε και η τοιχοποιία.  Ακόμη, συντηρήθηκαν και καθαρίσθηκαν εν μέρει οι σημαντικότατες  τοιχογραφίες στον τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμένο ναό της Βλαχέρνας στον Μέζαπο, στους μονοκάμαρους ναούς του Αγίου Ανδρέα στα Κεχριάνικα,  του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Γεωργίου στην Κοίτα, του Αγίου Νικήτα στην Άνω Πούλα με δύο στρώματα ζωγραφικής  του 10ου και του 13ου αιώνα και σε πολλούς άλλους διάσπαρτους  στη χερσόνησο ναούς.

Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το ανασκαφικό έργο που πραγματοποιήθηκε στη Μάνη από την Επιμελητεία του Μυστρά με επικεφαλής τον  Νικόλαο Δρανδάκη, το οποίο έχει δημοσιευθεί στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας από το έτος 1958 έως το 1984. Η επισήμανση και η μερική ή ολική ανασκαφή τεσσάρων παλαιοχριστιανικών βασιλικών, δύο στην Κυπάρισσο — Αρχαία Καινήπολη --, μιας στα Άλικα και μιας στο Τηγάνι, μαρτυρούν για τη διάδοση του χριστιανισμού στη χερσόνησο ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια σε αντίθεση με την πληροφορία του Κωνσταντίνου Ζ  του Πορφυρογέννητου στο έργο του Περί Βασιλείου Τάξεως για το βραδύτατο  εκχριστιανισμό της Μέσα και Κάτω Μάνης στα χρόνια του βασιλείου Α’ Μακεδόνα (8Θ7-886).

Το έργο της μελέτης, διάσωσης και προστασίας του σπουδαίου  μνημειακού πλούτου της Μάνης απασχόλησε ιδιαίτερα την 5η Ε.Β.Α., η οποία  και καταβάλλει κάθε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή στο πλαίσιο βέβαια των δυνατοτήτων που παρέχουν το υφιστάμενο οργανωτικό καθεστώς, ο θεσμός του Προγράμματος των Δημοσίων Επενδύσεων και τα τα τελευταία χρόνια τα Ευρωπαϊκά Χρηματοδοτικά Προγράμματα. Σημαντική  στην προσπάθεια αυτή είναι η πρόθυμη συνεργασία της Τοπικής  Αυτοδιοίκησης, της τοπικής κοινωνίας και της Εκκλησίας. Οι επεμβάσεις στα μνημεία γίνονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές της αναστήλωσης καθώς και εκείνες που ορίζουν οι διεθνείς συμβάσεις, όπως  η Χάρτα της Βενετίας και η Διακήρυξη του Άμστερνταμ, πάντοτε στο πλαίσιο της Αρχαιολογικής Νομοθεσίας.

Συνοπτική εικόνα του έργου της τελευταίας εικοσαετίας στη Λακωνική  Μάνη θα παρουσιασθεί με την ανακοίνωση αυτή.

Στη Γωνέα, ένα εγκαταλελειμμένο χωριό σε ύψωμα πάνω από τον  Κότρωνα, στερεώθηκαν και αποκαταστάθηκαν οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και της Κοίμησης της Θεοτόκου, σύμφωνα με μελέτες που εκπονήθηκαν από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού  και με την οικονομική συνεισφορά του γαλλικού κράτους. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ιδιαίτερα δύσκολο, λόγω της δυσπρόσιτης  περιοχής, έργο της επισκευής των δύο μνημείων έγινε με πρωτοβουλία ενός Γάλλου ζωγράφου, του Ρhilippe Lesiere  και μιας Γαλλίδας, φοιτήτριας τότε στη Σορβόνη (αναφερόμαστε στο έτος 1988), της Valentine Siantra, η οποία είχε πάθος με τη βυζαντινή τέχνη. Ουσιαστική ήταν η υλική αλλά και η προσωπική προσφορά του προέδρου κ. Μιχαλάκου και των κατοίκων της κοινότητας του Κότρωνα.

Οι δύο ναοί είναι μονόχωροι, καμαροσκέπαστοι και κατάγραφοι με τοιχογραφίες λαϊκής τέχνης του 18ου αιώνα. Στο ναό του Αγίου Γεωργίου υπάρχει γραπτή επιγραφή πάνω από την είσοδο η οποία αναφέρει ως κτήτορες την οικογένεια Καλλέργη, αλλά δυστυ­χώς έχει καταστραφεί η ακριβής χρονολογία. Στο ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου υπάρχει και παλαιότερη φάση τοιχογράφησης του 15ου πιθανόν αιώνα, στην οποία ανήκει η παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου στον βόρειο τοίχο κοντά στο τέμπλο και το πρώτο στρώμα της αψίδας, το οποίο διαφαίνεται στα σημεία όπου το μεταγενέστερο στρώμα έχει αποσπασθεί. Τα μνημεία παρουσίαζαν πολλά και σοβαρά  στατικά προβλήματα. Τα υλικά για την επισκευή τους μεταφέρθηκα·, με ζώα, αφού πρώτα διανοίχθηκαν τα μονοπάτια και καθαρίσθηκε η περιοχή από την άγρια βλάστηση. Αρχικά, έγινε προληπτική στερέωση  των τοιχογραφιών από τους συντηρητές της Εφορείας και ακολούθησαν,  οι εργασίες της αποκατάστασης των κτηρίων.

Ψηλά, στη Γωνέα δεσπόζει το μικρό μοναστηριακό συγκρότημα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, των μεταβυζαντινών χρόνων. Το καθο­λικό, στον τύπο του ελεύθερου σταυρού, κατάγραφο με τοιχογραφίες λαϊκής τεχνοτροπίας, αποκαταστάθηκε με μελέτη της Διεύθυνσης Ανα­στήλωσης στο πλαίσιο της ελληνογαλλικής πολιτιστικής συνεργασίας.

Στον ημιερειπωμένο μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στο συνοικισμό Άγιου Νικολάου στο συνοικισμό Άγιος  Γεώργιος Μίνας ανακατασκευάσθηκε η καμάρα που είχε καταρρεύσει, έγιναν τοπικές ανακτήσεις και αρμολογήματα και διαμορφώθηκε με πλακόστρωση ο άμεσος περιβάλλων χώρος. Οι εργασίες εκτελέσθηκαν σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε  την Εφορεία και δαπάνη του Πολιτιστικού Συλλόγου Μίνας. Ανάλο­γες εργασίες καθώς και συντήρηση του αξιόλογου γραπτού διάκοσμοι πραγματοποιήθηκαν στο μεταβυζαντινό ναό της Παναγίτσας στα Καλύβια Γυθείου βάσει μελέτης που εκπονήθηκε από την εφορεία και με δαπάνη της οικογένειας Λαζαράκου.

Εργασίες στερέωσης - αποκατάστασης έγιναν στον υστεροβυζα­ντινό ναό του Σωτήρα στο Οίτυλο , που είναι γνωστός από τη δημοσίευση του καθηγητή Δρανδάκη. Ο ναός, κτισμένος πλάι στη ρίζα του βράχου, είναι δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, με δυτική στοά που προστέθηκε αργότερα και είναι τώρα ερειπωμένη. Οι εργασίες εκτελέσθηκαν σύμφωνα με στατική και αρχιτεκτονική μελέτη που συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού με δαπάνη από τις πιστώσεις των  Δημοσίων Επενδύσεων. Το έργο της  αποκατάστασης του μνημείου έδειξε ότι πρόκειται για ένα ξεχωριστό αρχιτεκτόνημα με επιμελημένη τοιχοδομία και πρωτότυπα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο ραδινός οκτάπλευρος τρούλος, ο οποίος έχει στενόμακρα παράθυρα χωρισμένα  κατά το μέσον με λαξευτό οριζόντιο λίθο με τόξα πλαισιωμένα από κεραμοπλαστικά κοσμήματα ιχθυάκανθας και φέρει στις γωνίες ψευδοκιονίσκους που υποβαστάζουν υδρορρόες με διακοσμημένες προσόψεις. Στο εσωτερικό του ναού, μετά από δοκιμαστικές διερευνήσεις κάτω από  τα νεότερα επιχρίσματα αναγνωρίσθηκαν στρώματα τοιχογραφιών διαφόρων  εποχών, από τις οποίες οι παλαιότερες χρονολογούνται στο 13ο αιώνα  και οι μεταγενέστερες στο 15ο, 18ο και 19ο  αιώνα. Εξωτερικά, τη δυτική πρόσοψη του ναού καλύπτουν φθαρμένες τοιχογραφίες βυζαντινών χρόνων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η  παράσταση των κτητόρων-δωρητών, μια πολυσήμαντη μαρτυρία για την  κοινωνία, την προσωπογραφία και την ενδυματολογία της Μάνης κατά  τους παλαιολόγειους χρόνους.

Δύο αντιπροσωπευτικοί ναοί της Μάνης, οι Ταξιάρχες στο Κουλούμι  και η Αγία Βαρβάρα στην Έρημο, ττου  είναι και οι κοιμητηριακοί των οικισμών, εντάχθηκαν στο Β' Κ.Π.Σ. και επισκευάσθηκαν στο σύνολο τους βάσει αρχιτεκτονικών μελετών εκπονήθηκαν από τη Διεύθυνση Αναστήλωσης του Υπουργείου  Πολιτισμού. Παράλληλα, έγιναν προσπάθειες για την αποκάλυψη και στερέωση των τοιχογραφιών τους που σώζονταν κάτω από τα νεότερα ασβεστοκονιάματα.  Πρόκειται για τυπικούς δικιόνιους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς με νάρθηκα στα δυτικά, που έχουν χρονολογηθεί στο 12ο αιώνα. Ο ναός της Αγίας Βαρβάρας, «η τελειότερη εκκλησία της Μάνης» κατά τον Μegaw, διατηρεί ακέραιη την αυθεντική φυσι­ογνωμία του, ενώ ο ναός των Ταξιαρχών έχει υποστεί μεταγενέστε­ρες οικοδομικές επεμβάσεις, οι οποίες έχουν αλλοιώσει αισθητικά το χαρακτήρα του. Κοντά στο νότιο τοίχο του ναού της Αγίας Βαρβάρας ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε δεξαμενή σκεπασμένη με αλάξευτους  μονόλιθους —«μακρόνια»—, η επίχωση της οποίας περιείχε σημαντικά ευρήματα, όπως μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία προέρχονται από το αρχικό τέμπλο του ναού, δύο μαρμάρινες λεοντόμορφες υδρορροές από τον τρούλο, κεραμικά πλακίδια, όστρακα αγγείων βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Ανατολικά της δεξαμενής ήλθε στο φως  οστεοφυλάκιο καλυμμένο με «μακρόνια», το οποίο περιείχε, εκτός από τα οστά ένα νόμισμα του 12ου αιώνα και ένα δαχτυλίδι βυζαντινών χρόνων. Στο ζωγραφικό διάκοσμο του ναού αναγνωρίζονται δύο στρώ­ματα, των βυζαντινών και των μεταβυζαντινών χρόνων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν στο βυζαντινό στρώμα δύο αφιερωτικές επιγραφές στα ιερό Βήμα, στις οποίες διαβάζεται το όνομα Ερημούτης και η χρονο­λογία 6808 από κτίσεως κόσμου, που αντιστοιχεί στο έτος 1299/1300  και η παράσταση δεόμενου δωρητή στο βόρειο τοίχο του κυρίως ναού. Οι τοιχογραφίες του ναού των Ταξιαρχών, που έχουν αποκαλυφθεί σε μεγάλο μέρος τους, χρονολογούνται στο β' μισό του 13ου αιώνα και προσφέρουν νέα, αξιόλογα στοιχεία για την τέχνη της εποχής. Σπάνιο στα βυζαντινά χρόνια είναι στο τετρατοσφαίριο της αψίδας του ιερού Βήματος το εικονογραφικό σχήμα της Θεοτόκου στον τύπο της Βλαχερνίτισσας με δύο μετωπικούς ιεράρχες, οι οποίοι προσδίδουν στη σύνθεση της αψίδας επιπλέον συμβολικούς άξονες. Ακόμη, ιδιαίτερη σημασία έχει η τοποθέτηση δύο σκηνών ταφικού περιεχομένου, της Κοί­μησης της Θεοτόκου και του Επιτάφιου Θρήνου σε εξέχουσες θέσεις, στο βόρειο και νότιο τοίχο του Βήματος αντίστοιχα, που υπογραμμί­ζουν τον ταφικό χαρακτήρα του μνημείου. Πρωτότυπη εικονογραφικά σύλληψη αποτελεί και η παρουσία δύο ολόσωμων αγγέλων πλάι στον Χριστό στην παράσταση της Εις Άδου Καθόδου , που εικονίζε­ται στο δυτικό τμήμα του βόρειου σκέλους του σταυρού. Η απεικόνιση  τους είναι εμπνευσμένη καθώς φαίνεται από την Υμνολογία της Κυρι­ακής του Πάσχα, ενώ η εισαγωγή τους στο θέμα ως πρωτεύον συνθε­τικό στοιχείο συντάσσεται με τον τύπο που διαμορφώνεται σε δυτικά πρότυπα. Το ενδιαφέρον θεματολόγιο και η ποιότητα της τεχνικής του ναού αυτού παραπέμπουν σε ικανούς ζωγράφους της εποχής αλλά και σε  χορηγούς με θεολογική γνώση και καλλιτεχνικές απαιτήσεις.

Στο Β' Κ.Π.Σ. εντάχθηκε και το πολυώροφο με τα εκλεκτιστικά χαρακτηριστικά μεταβυζαντινό κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Δημητρίου  που δεσπόζει στην πόλη του Γυθείου, το οποίο επισκευάσθηκε σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από το επι­στημονικό προσωπικό της Εφορείας.

Ένα σπουδαίο μνημείο της Κάτω Μάνης, ο ναός του Αγίου Νικο­λάου στη Γέρμα , δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και νάρθηκα στα δυτικά, ο οποίος έχει χρονολογηθεί από τον καθηγητή Δρανδάκη στον 11ο αιώνα, επισκευάσθηκε σύμφωνα με τεχνική έκθεση που συντάχθηκε από την Εφορεία με δαπάνες του Εκκλη­σιαστικού Συμβουλίου Γέρμας και την οικονομική ενίσχυση της Εφορείας.  Η καθαίρεση των εξωτερικών επιχρισμάτων έδειξε ότι το μνημείο έχει  υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις στον τρούλο, τη μεσαία αψίδα του  ιερού Βήματος και τη δυτική τοιχοποιία, που έχουν αλλοιώσει εν μέρει την αρχική μορφή του, ενώ αποκάλυψε ενδιαφέροντα μορφολογικά και  κατασκευαστικά στοιχεία, όπως την επιμελημένη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία. κεραμοπλαστικό διάκοσμο, εντοιχισμένα βυζαντινά γλυπτά, την  αρχική με διπλό πλίνθινο τόξο θύρα της βόρειας πλευράς, που οδηγούν σε χρήσιμα συμπεράσματα για την αξιολόγηση και χρονολογική τοποθέτηση του.  Στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασης έγιναν και  συγκρατήσεις με κονίαμα του τρίτου στρώματος της ζωγραφικής, που είναι έργο του ζωγράφου Μιχαήλ Κληροδέτη, του έτους 1752.

Με χρηματοδότηση από τις πιστώσεις της Εφορείας και το Γ' Κ.Π.Σ. και  με μελέτες που συντάχθηκαν από το επιστημονικό προσωπικό της  Εφορείας αποκαταστάθηκε στο σύνολο του ο μονόχωρος  καμαροσκέπαστος ναός των Αγίων Αναργύρων στην Κηπούλα και συντηρήθηκε ο γραπτός  διάκοσμος, που φιλοτεχνήθηκε το 1265 με τη συλλογική κατοίκων του οικισμού, όπως μαρτυρεί αφιερωτική επιγραφή.

 

Στο καθολικό της μικρής σήμερα γυναικείας μονής της Φανερωμένης στα Φραγκουλιάνικα Δρυάλου έγιναν προληπτικές εργασίες συντήρη­σης και καθαρισμός από τα κρυσταλλοποιημένα άλατα των τοιχογρα­φιών, οι οποίες έχουν μελετηθεί διεξοδικά από την καθηγήτρια Χαρά  Κωνσταντινίδη. Το ακριβώς χρονολογημένο μνημείο, το οποίο έχει συνδεθεί με την έδρα της Επισκοπής Μαΐνης, διασώζει τρία επάλληλα στρώματα ζωγραφικής, της μεσοβυζαντινής, της παλαιολόγειας και της μεταβυζαντινής εποχής. Το δεύτερο στρώμα, που χρονολογείται στα 1322/23 αντανακλά τις προοδευτικές τάσεις της τέχνης των αρχών του 14ου αιώνα και συνδέεται, όπως φαίνεται, με την τέχνη του Μυστρά. Δοκιμαστικές έρευνες για τον εντοπισμό τοιχογραφιών κάτω από νεό­τερα επιχρίσματα είχαν θετικά αποτελέσματα και για τον λόγο αυτό έχει προγραμματισθεί η αποκάλυψή τους, με σκοπό την ανάδειξη του συνόλου του τοιχογραφικού διακόσμου του ναού, ο οποίος είναι εξαι­ρετικής σημασίας για την περιοχή.

Στο βυζαντινό ναό του Αγίου Γεωργίου στο Νικάνδρι, που είναι μονόχωρος καμαροσκέπαστος και έχει μεταγενέστερο, πιθανόν του 19ου αιώνα, νάρθηκα στα δυτικά, αποκαλύφθηκαν κάτω από τα νεό­τερα ασβεστοκονιάματα τοιχογραφίες καλής τέχνης, του 14ου-15οι πιθανόν αιώνα, οι οποίες και συντηρήθηκαν.  Στην καμάρα  του κυρίως ναού εικονίζονται μέσα σε πίνακες σκηνές από τη ζωή του  Χριστού και της Παναγίας, στη στενή ζώνη που σχηματίζεται στους πλάγιους τοίχους παριστάνονται προτομές αγίων σε στηθάρια και στην  κατώτερη ζώνη έφιπποι στρατιωτικοί άγιοι. Οι τοιχογραφίες αυτές  είναι έργα με καλλιτεχνική αξία, τα οποία αποτελούν σημαντική μαρ­τυρία για το επίπεδο της τέχνης της Μάνης κατά τους τελευταίους παλαιολόγειους χρόνους. Στην αψίδα του ιερού Βήματος υπήρχε και β' στρώμα ζωγραφικής του 19ου αιώνα με τις παραστάσεις της Πλα­τυτέρας και των συλλειτουργούντων ιεραρχών, το οποίο αποτοιχίσθηκε με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, προκειμένου να αναδειχθεί ο αρχικός ζωγραφικός διάκοσμος του μνημείου. Αποκαλύφθηκε το βυζα­ντινό στρώμα με τις αντίστοιχες παραστάσεις, το οποίο και συντηρήθηκε. Οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν στο εργαστήρι συντήρησης της Εφορείας στο Γεράκι, όπου δέχθηκαν τις κατάλληλες επεμβάσεις, ώστε μελλοντικά να τοποθετηθούν στο νάρθηκα του ναού.

Στον πρωτοποριακό για τη Μάνη ζωγραφικό διάκοσμο του ναού των Αγίων Θεοδώρων στην Καφιόνα, ο οποίος εισάγει στην περιοχή τη λεγόμενη «ογκηρή» τεχνοτροπία και χρονολογείται από επιγραφές στα 1144/45 και μεταξύ των ετών 1263 και 1271 , έγιναν πρόσφατα ευρείας έκτασης εργασίες συντήρησης, καθώς και αισθητική αποκατά­σταση της ζωγραφικής επιφάνειας , σύμφωνα με μελέτη που συντάχθηκε από το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας, με χρημα­τοδότηση από το Γ' Κ.Π.Σ..

Στο βυζαντινό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στη θέση «στου Κοράκη» στη Μίνα, έγινε αποτοίχιση του αποσπασματικά σωζόμε­νου τοιχογραφικού διακόσμου. Το μνημείο, το οποίο είναι κτισμένο κατά το «μεγαλιθικό» σύστημα δομής —δηλαδή με αργούς λίθους, χωρίς χρήση συνδετικού υλικού— παρουσιάζει σοβαρά στα­τικά και δομικά προβλήματα και η αποκατάστασή του είναι εξαιρετικά δύσκολη, λόγω της κατασκευαστικής του ιδιομορφίας. Η εκτεταμένη αποδιοργάνωση της τοιχοποιίας είχε επιφέρει την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του ζωγραφικού διακόσμου, που χρονολογείται στα τελευταία χρόνια του 13ου αιώνα, ενώ απειλούνταν να καταστρα­φούν και οι ελάχιστες τοιχογραφίες που είχαν απομείνει. Για το λόγο αυτό κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη αποτοίχισης όλων των τοιχογραφιών με σκοπό τη διάσωσή τους. Οι τοιχογραφίες αποτοιχίσθηκαν, σύμφωνα με εγκεκριμένη από το Υπουργείο Πολιτισμού μελέτη, αφού προηγήθη­καν οι σχετικές προεργασίες και μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο συντή­ρησης της Εφορείας στο Γεράκι, όπου και έγιναν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασής τους. Μια από τις τοιχογραφίες αυτές με την παράσταση των Εισοδίων της Θεοτόκου εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του Πύργου Πικουλάκη στην Αρεόπολη.

Συνεχιζόμενο είναι το έργο της αποκάλυψης και συντήρησης των τοι­χογραφιών του ναού της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα στη Γαρδενίτσα, που γίνεται με τη συνδρομή ευγενούς δωρητή από τη Γαρδενίτσα.

Στο μνημείο αναγνωρίζονται τρεις εποχές ιστόρησης. Η παλαιότερη, η οποία αποκαλύφθηκε σε σχετικά μικρή έκταση μετά την καθαίρεση των νεότερων επιχρισμάτων, χρονολογείται πολύ πιθανόν στο τέλος του 13ου ή στις αρχές του 14ου αιώνα και περιορίζεται στην καμάρα του ιερού Βήματος, στον κυρίως ναό και σε τμήματα του νάρθηκα. Περι­λαμβάνει σκηνές από τον χριστολογικό κύκλο, ολόσωμους αγίους και επιβλητικούς έφιππους στρατιωτικούς αγίους. Αξίζει να μνημονευθεί μια ωραία παράσταση δωρητή , στο βορειοδυτικό τοίχο του νάρθηκα. Πρόκειται για ανδρική μορφή με κωνικό κάλυμμα κεφαλής και επίσημη ενδυμασία, προφανώς αξιωματούχο που προσφέρει στον Χριστό πέντε πολυτελείς κώδικες. Η προσφορά κωδίκων, άγνωστη από τα μέχρι σήμερα δεδομένα στη μνημειακή ζωγραφική, απαντά συνήθως στη ζωγραφική των χειρογράφων προσδίδοντας στην παράσταση ιδι­αίτερο εικονογραφικό ενδιαφέρον με συμβολικές προεκτάσεις. Η δεύ­τερη χρονολογικά φάση, η οποία έχει δημοσιευθεί από τον καθηγητή Νικόλαο Γκιολέ στον αφιερωμένο στον Δρανδάκη τόμο Αντίφωνον. τοποθετείται στις αρχές του 15ου αιώνα και καλύπτει τους χώρους  της πρόθεσης και του διακονικού. Στην τρίτη φάση ανήκουν οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες του τέμπλου και των παράπλευρων τοίχων του ναού. Οι τοιχογραφίες της νότιας καμάρας του νάρθηκα χρήζουν περαι­τέρω διερεύνησης λόγω των επεμβάσεων που έχουν δεχθεί.

Με χρηματοδότηση από το Γ' Κ.Π.Σ. η Εφορεία ανέλαβε το έργο της συντήρησης του ξυλόγλυπτου διακόσμου του καθολικού της μονής Ντεκούλου στο Οίτυλο. Το μοναστηριακό συγκρότημα ιδρύθηκε το έτος 1765 από τον Επίσκοπο Μάϊνης Δανιήλ και τον αδελφό του πρωτοσύγκελλο Νικηφόρο, που ήταν γόνοι της οικογένειας Ντεκού­λου, κλάδου της εξελληνισμένης φλωρεντινής οικογένειας των Μεδί­κων (Γιατράνοι). Το καθολικό, μονόκλιτος σταυροειδής τρουλαίος ναός. είναι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή και τους Αγίους Νικόλαο και Παντελεήμονα και κοσμείται με τοιχογραφίες του Αναγνώστη Δημαγγελαία, του έτους 1765. Στην ίδια εποχή ανήκουν και τα ξυλόγλυπτα: το τέμπλο, το κιβώριο της Αγίας Τράπεζας, ένα κηροπήγιο και ένα μανουάλι, εξαιρετικά δείγματα της εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, η οποία γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κυρίως στη Μεσσηνιακή Μάνη κατά την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο και διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της τέχνης του Βυζαντίου και της Δύσης.

Τα γλυπτά σύνολα με τα χρυσωμένα ποικίλματα συνδυάζουν διάτρητα και ολόγλυφα στοιχεία και έχουν εκτελεσθεί σε χαμηλό και έξεργο ανάγλυφο. Η συντήρησή τους πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις: αρχικά, έγιναν επί τόπου οι εργασίες προληπτικού-σωστικού χαρακτήρα και ακολούθησε η αποσυ­ναρμολόγηση και η μεταφορά τους σε εξειδικευμένο ιδιωτικό εργαστή­ριο συντήρησης, όπου ολοκληρώθηκε η συντήρηση και η αποκατάστασή τους.  Το κηροπήγιο εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο του πύργου Πικουλάκη στην Αρεόπολη με την ευγενική παραχώρηση της κας Ελένης Ντεκούλου.

Το όραμα του Νικόλαου Δρανδάκη για την ίδρυση μουσείου σε πύργο της Αρεόπολης πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από την 5η Ε.Β.Α. με ένα πρότυπο μουσειακό πρόγραμμα του Υπουργείου Πολιτισμού, το Δίκτυο Μουσείων Μάνης  με συγχρηματοδότηση από το Γ' Κ.Π.Σ. Σκοπός της δράσης αυτής είναι να παρουσιασθεί ο πολιτισμός της Μάνης κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο μέσα από μια σειρά σταθμών ενημέρωσης, για την εγκατάσταση των οποίων έχουν επιλεγεί κτήρια που αποτελούν ιστορικά μνημεία της περιοχής η πυργοκατοικία του οχυρού συγκροτήματος Μούρτζινων-Τρουπάκηδων στην Καρδαμύλη, όπου παρουσιάζονται οι «Μανιάτικοι οικισμοί», ο πύργος Ντουράκη στην Καστάνια με θέμα «Τεχνίτες στη Μάνη», η πυργοκατοικία Πικου­λάκη στην Αρεόπολη, αφιερωμένη στη θρησκευτικότητα των Μανιατών και ο πύργος Τζανετάκη στην Κρανάη Γυθείου με θέμα τους περιηγη­τές. Έχει ακόμη προβλεφθεί και ένα τμήμα της έκθεσης στο μελλοντικό βυζαντινό μουσείο της Καλαμάτας που θα αφιερωθεί στη Μάνη. Μέχρι σήμερα έχουν ολοκληρωθεί οι εκθέσεις στα συγκροτήματα της Καρδαμύλης και της Αρεόπολης, τη μουσειολογική μελέτη των οποίων επεξερ­γάσθηκε το επιστημονικό προσωπικό της Εφορείας και της Διεύθυνσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Υπουρ­γείου Πολιτισμού. Η οργάνωση της έκθεσης στην Αρεόπολη με θέμα «Ιστορίες θρησκευτικής πίστης στη Μάνη», σχεδιασμένη με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, αποβλέπει στο να προβάλει πτυχές της βυζαντι­νής τέχνης μέσα από αυθεντικά αντικείμενα που ερμηνεύουν τον χαρα­κτήρα και τη σημασία της χριστιανικής λατρείας αλλά και τη δομή της κοινωνίας στη χερσόνησο της Μάνης από τους παλαιοχριστιανικούς μέχρι και τους νεότερους χρόνους. Το συγκρότημα του Πικουλάκη όπου στεγάζεται η έκθεση, αποτελεί δείγμα οχυρής μανιάτικης πυργοκατοικίας με πύργο που χρονολογείται στους προεπαναστατι­κούς χρόνους και πυργόσπιτο, του έτους 1850 όπως μαρτυρεί εντοιχι­σμένη επιγραφή. Το ιστορικό μνημείο δώρισε με ιδιόγραφη διαθήκη στο Δημόσιο ο Ιωάννης Πικουλάκης, έμπορος από την Αρεόπολη και στη συνεχεία παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού για να μετα­τραπεί σε μουσείο. Η αποκατάσταση του κτηρίου έγινε με χρηματοδό­τηση από το Β΄ Κ.Π.Σ., σύμφωνα με μελέτες που συντάχθηκαν από τη Διεύθυνση Μελετών Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού, και με τη νέα χρήση του αποδόθηκε στο κοινό στις 3.7.2006. Η έκθεση αναπτύσ­σεται μέσα από δύο θεματικές ενότητες: «Εμφάνιση και εδραίωση του χριστιανισμού» και «Η εκκλησία: τόπος λατρείας-χώρος επικοινωνίας» που διαρθρώνονται αντίστοιχα στο ισόγειο και τον όροφο της πυργοκατοικίας. Τη βάση για την επιλογή των γλυπτών μελών που εκτίθε­νται στο ισόγειο αποτέλεσαν οι καταγραφές του καθηγητή Δρανδάκη που έχουν δημοσιευθεί στα Πρακτικά της έν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας από το έτος 1958 έως το έτος 1984».

 Κεντρικό έκθεμα του μουσείου αποτελεί το μαρμάρινο τέμπλο του ναού του Αγίου Ιωάννη «στου Κοράκη» της Μίνα, που δημοσίευσε ο τιμώμενος καθηγητής  στη μονογραφία του για τα βυζαντινά γλυπτά της περιο­χής, προτείνοντας και τη σχεδιαστική αποκατάστασή του. Πρόκειται για ένα καλό δείγμα λαϊκής γλυπτικής του 12ου αιώνα δουλεμένο με διακοσμητική διάθεση και εμπλουτισμένο με χριστιανικά νοήματα. Η απόσπαση και περισυλλογή των μελών του τέμπλου, κατόπιν σχετι­κής Υπουργικής Απόφασης, κρίθηκε αναγκαία, καθώς ο ναός βρισκόταν σε ερειπιώδη κατάσταση και δεν υπήρχε δυνατότητα αποκατάστασής του, ενώ επιπλέον ήταν ορατός ο κίνδυνος αρχαιοκαπηλίας, λόγω της ερημικής θέσης του. Το τέμπλο ήταν ήδη διαλυμένο, με ορισμένα μόνο τμήματα του κατά χώραν, άλλα διάσπαρτα ανάμεσα στους λίθους που είχαν καταπέσει στο εσωτερικό και άλλα ενσωματωμένα στην τοιχοποιία του μνημείου, σε μεταγενέστερες επισκευές. Η έκθεση του γλυ­πτού αυτού συνόλου στο μουσείο του πύργου Πικουλάκη διασφαλίζει την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη του, παραπέμποντας παράλ­ληλα στο ίδιο το μνημείο, το οποίο στερεώθηκε από την Υπηρεσία μας. Τους χώρους του μουσείου συμπληρώνουν η βιβλιοθήκη, με τις έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις του Διχτύου Μουσείων Μάνης και ποικίλες άλλες εκδόσεις που αφορούν στην περιοχή καθώς και η αίθουσα πολ­λαπλών χρήσεων, όπου προβάλλεται video με θέμα την παραδοσιακή ζωή στη Μάνη, ενώ μελλοντικά θα φιλοξενούνται και εκπαιδευτικές δραστηριότητες.

Στην προσπάθεια μας για την οργάνωση της έκθεσης καίρια υπήρξε η συμβολή του Δήμαρχου κ. Πέτρου Ανδρεάκου και του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Οιτύλου, προς τους οποίους και θα ήθελα να εκφράσω εκ νέου θερμές ευχαριστίες για την πολύπλευρη και συνεχή συνδρομή τους.

Η καταγραφή των μνημείων της Μάνης που είχε αρχίσει τον καιρό της επιμελητείας του Νικόλαου Δρανδάκη στον Μυστρά και συνεχί­σθηκε στα χρόνια της θητείας του στα πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Αθηνών, συνεχίζεται συστηματικά από τους αρχαιολόγους της Εφο­ρείας. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί στη Λακωνική και Μεσσηνιακή Μάνη 500 οικισμοί εκ των οποίων οι 300 είναι παλαιομανιάτικοι και 1800 ναοί βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Στο πλαίσιο του προγράμματος Δίκτυο Μουσείων Μάνης εντάχθηκε και υλοποιήθηκε ένα εκτενές πρόγραμμα ψηφιακής χαρτογράφησης των οικισμών και των μνημείων από τους βυζαντινούς έως και τους νεότερους χρόνους.  Η διαχείριση και αξιοποίηση του υλικού αυτού προσφέρει στην έρευνα το απαραίτητο υπόβαθρο για τη μελέτη της τοπογραφίας και της ιστο­ρικής γεωγραφίας της χερσονήσου, ενώ παράλληλα ενισχύει το έργο της Εφορείας για την αποτελεσματικότερη προστασία του μνημεια­κού πλούτου της Μάνης. Παράλληλα με το έργο της καταγραφής των μνημείων από την Υπηρεσία μας γίνεται καταγραφή και περισυλλογή των πολυάριθμων βυζαντινών γλυπτών της Μάνης με την ποικιλία και τον πλούτο των διακοσμητικών θεμάτων, που έχουν αποσπασθεί από τους ναούς και βρίσκονται είτε συσσωρευμένα μέσα σε αυτούς, είτε διασκορπισμένα στο περιβάλλον τους. Μετά το 2002, όταν εξασφαλί­σθηκε ο κατάλληλος χώρος, η αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή και το εξειδικευμένο, δυστυχώς έκτακτο, προσωπικό, γίνεται και συντήρηση των γλυπτών αυτών. Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι ιδιαίτερη ήταν η ενασχόληση  με τη βυζαντινή γλυπτική της Μάνης του καθηγητή Νικόλαου Δρανδάκη, στην οποία εντόπισε μάλιστα το εργαστήριο του μαρμαρά Νικήτα, του 11ου αιώνα καθώς και τον μαρμαρά Γεώργιο. Εξαιρετικής σημασίας στον τομέα αυτό είναι η μονογραφία του Βυζαντινά γλυπτά της Μάνης (έκδοση της Έν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 2002), στην οποία πραγματεύεται τα έργα της μαρμαρογλυπτικής τέχνης στη Μάνη —τέμπλα, επιστύλια, περίθυρα, κιονόκρανα κ.ά.— που μαρτυ­ρούν σπουδαία άνθιση του διακοσμητικού αναγλύφου στην ακραία, άγονη, γεμάτη βράχους Μάνη του 11ου και 12ου αιώνα, όπως ο ίδιος σημειώνει.

Στο πλαίσιο της λήψης άμεσων μέτρων προστασίας των πολυ­πληθών ναών της χερσονήσου, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται σε δύσβατες περιοχές, υλοποιείται πρόγραμμα διασφάλισής τους με την τοποθέτηση θυρών και παραθύρων (Επισκοπή, Άη-Στράτηγος στους Μπουλαριούς, Άγιοι Θεόδωροι και Άγιος Γεώργιος στην Άνω Πούλα. Άγιος Γεώργιος στην Κοίτα) και καθαρισμού και γενικότερα ευτρεπισμού του περιβάλλοντα χώρου από την άγρια βλάστηση (Άγιος Θεό­δωρος στην Καφιόνα, Άγιος Θεόδωρος στον Βάμβακα, Άη-Στράτηγος στους Μπουλαριούς).

Με την ισχύ του νέου Αρχαιολογικού Νόμου 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονο­μιάς» η Εφορεία καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για τη διάσωση του δομημένου και φυσικού περιβάλλοντος των μνημείων, με το οποίο αυτά συναποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα. Η ένταση της οικοδομικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια καθιστά επιτακτική την ανάγκη να ληφθούν περαιτέρω θεσμικά μέτρα για την ειδική προστασία της ιδιαίτερης από φυσική και οικιστική άποψη χερσονήσου της Μάνης. Απέναντι στις μελλοντικές γενιές νιώθουμε υπεύθυνοι και έχουμε χρέος να την παραδώσουμε με όλο τον πλούτο και την αυθεντικότητά της.

Για τη διάσωση των εξαιρετικού ενδιαφέροντος μνημείων της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής και της οχυρωματικής στην Μάνη ο δρόμος είναι ακόμη πολύ μακρύς. Το πλήθος των μνημείων αυτών και οι δυσπρόσιτες πολλές φορές θέσεις στις οποίες βρίσκονται κάνουν αρκετά δύσκολη και πολυδάπανη την αναστήλωση και συντήρησή τους. Στα προβλήματα αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι πολύ περιορισμέ­νες οικονομικές δυνατότητες της Εφορείας, καθώς και η έλλειψη εξειδι­κευμένου επιστημονικού προσωπικού, που απαιτείται για τη σύνταξη των σχετικών αρχιτεκτονικών και στατικών μελετών, αφού κάθε μνη­μείο είναι μοναδικό και η διαδικασία της αποκατάστασής του είναι μια επέμβαση υψηλής εξειδίκευσης, που στοχεύει στην αποκάλυψη των αισθητικών και ιστορικών αξιών του. Το έργο της προστασίας ενός τόπου για τη διατήρηση της ιστορικής του μνήμης απαιτεί συμμετοχι­κές διαδικασίες και καθιστά αναγκαία τη συναίνεση του κόσμου και την εγρήγορση όλων των συλλογικών φορέων. Έτσι, μπορούμε να ελπί­ζουμε ότι η παραδοσιακή μας κληρονομιά δεν θα είναι νεκρό παρελ­θόν, αντικείμενο μελέτης ειδικών επιστημόνων, αλλά ένα ζωντανό και αναπόσπαστο στοιχείο της κοινωνικής μας ζωής. Οι υλικές μαρτυρίες του παρελθόντος, ως έκφραση πλούτου και δημιουργικότητας του ελλη­νικού πνεύματος, μπορούν να αποτελέσουν παράγοντα διαμόρφωσης του σύγχρονου πολιτισμού. Σε μια εποχή μοντερνισμού και ταχείας κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής, οι επεμβάσεις επί των μνημείων και η μουσειακή πολιτική αποκτούν έντονη παιδευτική διάσταση, ουσι­αστική για την ιστορική μας αυτογνωσία.

 

ΚΑΛΛΙΟΠΗ Π. ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την  διάσωση των βυζαντινών μνημείων της Μάνης

 

26/10/2011