ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΩΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ 17ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

ΕΚΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΩΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ 17ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1821 ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ.

 

Δημήτρης Καμπουράκης, 17-3-2016

 

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

ας ξεκινήσω από το αυτονόητο. Θεωρώ μέγιστη τιμή που με καλέσατε να μιλήσω από το βήμα αυτού του ιστορικού τόπου, γι αυτή την θαυμαστή επέτειο και σας ευχαριστώ θερμά. Ειδικά τον κ. δήμαρχο.

 

Μιας και στην εποχή μας αλλάζουν όλα, τα ύστερα του κόσμου που έλεγαν κι παλιοί, επιτρέψτε μου και μένα σήμερα έναν διαφορετικό πανηγυρικό της ημέρας. Ας τον ονομάσω πιο βιωματικό. Ξέρετε, αν η ιστορία δεν μετατρέπεται σε βίωμα κάθε γενιάς, ειδικά των νέων παιδιών, στο τέλος είναι καταδικασμένη να αποστεώνεται και να μετατρέπεται σε απολίθωμα που δεν γεννά διδάγματα και περηφάνια, αλλά βαρεμάρα. Ας την καταπολεμήσουμε λοιπόν αυτή τη βαρεμάρα σήμερα.

 

Ξέρετε τι ακριβώς γιορτάζουμε σήμερα: Στις 17 Μαρτίου 1821, ακριβώς πριν από 195 χρόνια, οι Μανιάτες συγκεντρώθηκαν σ’ αυτή την περίκλειστη πλατεία. Τους είχε καλέσει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ηγεμόνας της ημιανεξάρτητης Μάνης, άλλωστε η Τσίμοβα όπως λέγανε τότε την Αρεόπολη, ήταν η μητρόπολη των Μαυρομιχαλέων. Ύψωσαν την σημαία, λευκή μ’ έναν γαλάζιο σταυρό στο κέντρο, ευλογήθηκαν στην υπέροχη αυτή εκκλησία των Παμεγίστων Ταξιαρχών και ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία της πατρίδας. Η σημαία δεν έγραφε το «ελευθερία ή θάνατος» που ήταν το σύνθημα του σκλαβωμένου γένους στον αγώνα που άρχισε από δω, καθότι οι Μανιάτες ελευθερία είχαν. Υιοθέτησαν λοιπόν και έγραψαν πάνω στη σημαία, το Σπαρτιατικό «ή ταν ή επι τας», δηλαδή «νίκη ή θάνατος», σύνθημα που ταιριάζει σε ελεύθερους, περήφανους και αυτεξούσιους ανθρώπους που ξεκινούν για μια δίκαιη μάχη. Έπειτα ξεχύθηκαν προς τις πεδιάδες του βορρά και στις 24 Μαρτίου είχαν καταλάβει την Καλαμάτα. Η πυρκαγιά της επανάστασης είχε ξεκινήσει.

 

Αυτό είναι το ιστορικό γεγονός που μας συγκέντρωσε εδώ. Θα μπορούσα να μιλώ μια ώρα για τις ιστορικές λεπτομέρειες του γεγονότος ή απλώς να σταματήσω εδώ. Όμως εγώ λέω να κάνουμε όλοι μαζί ένα άλμα στον χρόνο. Για φανταστείτε αυτήν εδώ την πλατειούλα που στεκόμαστε από την οποία ξεκίνησε ένα έθνος για ν’ αναστηθεί, φανταστείτε την πριν 195 χρόνια, αυτή ακριβώς τη μέρα, αυτή την ώρα, σαν να ήσασταν εδώ τότε. Ήταν γεμάτη από άντρες που είχαν καταφθάσει απ’ όλες τις γωνιές της Μάνης. Πόσοι; Χίλιοι, δυο χιλιάδες; Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, τις παραμονές της επανάστασης οι αρχηγοί των οικογενειών είχαν ενημερώσει τον Πετρόμπεη ότι είχαν 6.700 ντουφέκια στην διάθεση τους. Ας υποθέσουμε ότι ήταν εδώ όσοι κατέλαβαν μετά την Καλαμάτα, 2000 άντρες πάνω κάτω. Και τι άντρες… Για φέρτε τους στο μυαλό σας. Μαυριδεροί απ’ τους ήλιους, λιπόσαρκοι σαν πετραμύγδαλα, ακούρευτοι, μουστακαλήδες, γενειοφόροι, σκονισμένοι, άπλυτοι, ντυμένοι με μπαλωμένα ρούχα, ξυπόλυτοι οι πιο πολλοί, μ’ ένα μακρύ μαχαίρι στη μέση κι ένα καριοφίλι πολυχρησιμοποιημένο στο χέρι, μ’ ένα σακούλι στην πλάτη που ‘χε μέσα μπαρουτόβολα, λίγα λούπινα κι ένα παξιμάδι. Αλλά μ’ ένα βλέμμα τόσο καθάριο και ανυπότακτο, μ’ έναν τέτοιο αέρα ελευθερίας και αψηφισιάς γύρω τους, που έφερναν ανακούφιση στους φοβισμένους Έλληνες του εύφορου κάμπου, αλλά ανατριχίλα στους καταπιεστές των φοβισμένων. Στους Τούρκους, την υπερδύναμη της εποχής.

 

Για φανταστείτε τους εδώ δίπλα σας. Δεν είναι κάποιοι παλιοί γενικώς, 195 χρόνια μόλις έχουν περάσει, 25 χρόνια η γενιά, άρα οκτώ γενιές πίσω, είναι λοιπόν οι προ-προ-προ παππούδες σας. Το αίμα τους κυλά στις φλέβες σας, το DNA τους είναι ζωντανό μέσα σας, εσείς οι ίδιοι είχατε συγκεντρωθεί εδώ, απλώς σε μια εξωτερικά παλιότερη έκδοση. Εγώ ξέρετε, έτσι προτιμώ να διαβάζω την ιστορία: Αντί να αναφωνώ ‘’κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ στους ηρωικούς προγόνους που απελευθέρωσαν την σκλαβωμένη πατρίδα’’, προτιμώ να ταυτίζομαι με την προαιώνια γραμμή του αίματος μου και να αναρωτιέμαι ‘’βρε τον μπαγάσα τον προπάππο μου, πως το ‘κανε εκείνο, πως το τόλμησε; Θα το ‘κανα άραγε κι εγώ σήμερα, αν χρειαζόταν;» Και αναφέρομαι μόνο στα βαριά και τα δύσκολα κατορθώματα, απ’ τα απλά αρχίζω πάντα. Σήμερα, κάποιος που μένει εδώ στην πλατεία και θέλει να πάει στο σούπερ μάρκετ που είναι στον κεντρικό δρόμο, παίρνει το αμάξι του… πώς να γυρίσει φορτωμένος με τα πόδια; Κι αν σου λέγανε, ξεκίνα από τη Βάθεια, από το πόρτο Κάγιο, από τον Κότρωνα, απ’ όλη τη Μάνη, πήγαινε βουνό-βουνό ξυπόλυτος με τα πόδια στην Αρεόπολη κι από κει, μπροστά ο Πετρόμπεης και πίσω εσύ με τα πόδια ως την Καλαμάτα για να πολεμήσεις κι από κει στην Τριπολιτσά και μετά στα Δερβενάκια και μετά ένας Θεός  γνωρίζει που… θα το ‘κανες; Αυτοί το κάνανε.

 

Και το έκαναν, για να πολεμήσουν ποιόν; Τον Τούρκο. Και που τον ξέρανε τον Τούρκο οι Μανιάτες; Από μακριά. Σαν κατεβαίνανε καμιά φορά στις πόλεις για να εμπορευτούν τα λιγοστά που τους περίσσευαν ή στις θάλασσες, όταν μετατρέπανε τα καΐκια τους σε πειρατικά για να τον κουρσέψουνε. Δεν τον είχανε στο σπίτι τους τον Τούρκο, πάνω στον σβέρκο τους σαν τους υπόλοιπους Έλληνες. Μετά τα Ορλωφικά (1770, πενήντα χρόνια δηλαδή πριν την επανάσταση) είχαν πάρει την αυτονομία τους και με επίσημη βούλα του σουλτάνου, με υποχρέωση –λέει- να πληρώνουν 15.000 γρόσια τον χρόνο ως φόρο. Σαχλαμάρες. Ανάθεμα και τα πληρώσανε μια φορά. Διότι δεν φτάνει να σου γράφει το κράτος ότι χρωστάς έναν φόρο, πρέπει να έχει και κάποιον θαρραλέο να σου χτυπήσει την πόρτα και να τον εισπράξει. Κι οι Τούρκοι δεν είχαν. Απ’ τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς του Ελλαδικού χώρου, στον Κελεφά καταφέρανε να κάτσουν μόλις δεκαπέντε. Κι εκεί ο Λιμπεράκης ο Γερακάρης τους έφερε για μια Μαρία κι όλο μέσα στο φρούριο μένανε ταμπουρωμένοι, ώσπου τους βαρεθήκανε και τους σαρώσανε οι Μανιάτες. Η Μάνη δεν πατήθηκε ποτέ.

 

Τότε, γιατί μαζεύτηκαν εδώ στην Τσίμοβα στις 17 του Μάρτη του 1821, γιατί πολέμησαν, γιατί τα ‘βαλαν με τους Τούρκους που δεν τους πολυενοχλούσαν; Για μια ιδέα κυρίες και κύριοι, απ’ αυτές που ανεβαίνουν απ’ τα ιστορικά χώματα που πατάμε, φτάνουν ως το κεφάλι μας και δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Η ιδέα έλεγε «είμαστε Έλληνες». Υπάρχουν ιδέες που ζουν και φουντώνουν μέσα μας, και δίχως την πραγματοποίηση τους οι άνθρωποι και οι κοινωνίες νιώθουν λειψές και ανάπηρες. Ο αγώνας για την πραγμάτωση τους μας ολοκληρώνει, δίνει ουσία και αξία στην ατομική και συλλογική μας ύπαρξη. Γι αυτή την ιδέα πολέμησαν τότε οι προ παππούδες σας, με ποιους; Και με ποιους τα βάλανε γι αυτή την ιδέα; Με τους Τούρκους, μια αυτοκρατορία που τότε κρατούσε ως το σημερινό Ιράκ, την Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, την Λιβύη, όλη τη Μαύρη θάλασσα, τον Καύκασο, όλα τα βαλκάνια ως την Αυστρία. Η έκταση και η δύναμη της, μπορεί να παρομοιαστεί σήμερα μόνο με τους Αμερικανούς, τους Ρώσους ή όλους τους βορειοευρωπαίους μαζί.

 

Για ξαναφανταστείτε το. Πείτε πως σήμερα, όλοι οι άνδρες από 15 ως 65 χρονών, εδώ στην Αρεοπόλη ή στο Γύθειο ή στη Σπάρτη ή στην Αθήνα, έπαιρναν ένα τραπεζομάχαιρο απ’ το συρτάρι κι έλεγαν στις γυναίκες τους: «Γυναίκα, κάτσε εσύ εδώ με τα παιδιά και βγάλτα πέρα, εγώ φεύγω να πάω να πολεμήσω με τούτο το μαχαίρι τους Αμερικάνους. Και ή θα νικήσω ή θα σκοτωθώ.» Τι θα τους απαντούσαν οι γυναίκες τους; «Στο καλό άντρα μου» ή «Που πάς μωρέ; Κάτσε καλύτερα στ’ αυγά σου;» Όμως τότε κανείς δεν έκατσε στ’ αυγά του, ούτε οι πρώτοι των πρώτων που ξεκίνησαν την επανάσταση από τούτη εδώ την πλατειούλα, ούτε οι υπόλοιποι Έλληνες που ακολούθησαν.

 

Βέβαια, εκείνη την κρίσιμη και ιερή στιγμή της επανάστασης, οι Μανιάτες και όλοι οι Έλληνες έζησαν μια σύντομη αλλά εκπληκτική χρονική περίοδο: Ήταν όλοι μαζί ενωμένοι. Λαός, ηγεσία και κλήρος.  Ο άνθρωπος που άφησε το άνυδρο χωράφι του σε μια Μανιάτικη πλαγιά για να πάει να πολεμήσει, δεν θωρούσε θαύμα να νικήσει μια Τουρκιά που έφτανε ως την Βιέννη ή ως την Άκαμπα της Αραβίας, δεν ήξερε άλλωστε που ήταν αυτά τα μέρη, ούτε αντιλαμβανόταν πλήρως την ισχύ που απέπνεε μια τέτοια αυτοκρατορία. Για τον Μανιάτη, θαύμα ήταν η συνάντηση και η συμφιλίωση που επιτεύχθηκε στο σπίτι του Πετρόμπεη στις Κιτριές δυο χρόνια νωρίτερα, το 1819, ανάμεσα στις μεγάλες οικογένειες της Μάνης. Όταν ο φαμέγιος άκουσε ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Γρηγοράκηδες, οι Τρουπάκηδες και οι άλλες πανίσχυρες οικογένειες που αλληλοσκοτώνονταν επί αιώνες, αγκαλιάστηκαν «δια το γενικόν συμφέρον της πατρίδος μας Ελλάδος και δια την σωτηρίαν του Γένους μας», έβαλε φτερά στην ψυχή και στα πόδια. Τον κουζουλό που λέμε εμείς στην Κρήτη, τον κουζουλό που ορμά χωρίς να λογαριάζει ούτε να μετρά τίποτα, δεν τον σταματούν οι απέναντι εχθροί όσο πολλοί, δυνατοί και πάνοπλοι κι αν είναι. Τον σταματά η μουρμούρα, η μεμψιμοιρία, η διχόνοια, η μικροπρεπής αρχομανία, η κακομοιριά που υπάρχει μέσα στο σπίτι του, στο χωριό του, στην πατρίδα του, στα μετόπισθεν του δηλαδή. Αυτά είναι του κόβουν τα πόδια του αγωνιστή και αυτά εμείς οι Έλληνες τα πληρώσαμε και συνεχίζουμε να τα πληρώνουμε ακριβά.

 

Αυτή η διχόνοια, είναι τελικά το εθνικό μας σπορ. Το λέμε, το ξαναλέμε, αλλά μονίμως διχασμένοι είμαστε. Όταν ο Κολοκοτρώνης, (που ήταν εδώ στην συνάντηση της Τσίμοβας στις 17 του Μάρτη), τον δεύτερο χρόνο της επανάστασης μάζευε τον στρατό του στους Μύλους για ν’ αντιμετωπίσει τον φοβερό και τρομερό Δράμαλη που κατέβαινε, ο ιστορικός Κόκκινος γράφει ότι παρουσιάστηκαν τόσα πολλά παλικάρια που δεν είχε τι να τα κάνει. Και οι αποθήκες του ήταν γεμάτες με ψωμιά, τυριά και σφαχτά που πρόσφερε ο πληθυσμός για να τραφούν οι πολεμιστές. Αλλά υπήρχε ομόνοια, ενιαία ηγεσία και πίστη. Τριάντα χιλιάδες στρατιώτες είχε μαζί του ο Δράμαλης, έξι χιλιάδες γλύτωσαν τότε… οι υπόλοιποι έπεσαν στα Δερβενάκια. Το ’22 αυτά. Κι όμως τρία μόλις χρόνια αργότερα, το 1825, ο ίδιος άνθρωπος, ο γέρος του Μωριά, έβγαλε το σύνθημα «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» προσπαθώντας να βρει λίγες εκατοντάδες άνδρες  για να πολεμήσει τον Ιμπραήμ που αλώνιζε στην Πελοπόννησο. Γιατί; Ξαφνικά οι ήρωες έγιναν προσκυνημένοι. Όχι βέβαια, είχαν προηγηθεί οι εμφύλιοι: Μωραϊτες εναντίον Ρουμελιωτών, νησιώτες εναντίον στεριανών, στρατιωτικοί εναντίον πολιτικών, κοτζαμπάσηδες εναντίον των ακτημόνων, αγγλόφιλοι εναντίον Γαλλόφιλων και Ρωσόφιλων. Και πανταχού παρών ο ξένος δάκτυλος και το ξένο χρήμα, τα δάνεια… τα άτιμα τα δάνεια. Αυτή είναι η διχόνοια που στο τέλος κάνει τον απλό πατριώτη να αναφωνήσει, «εγώ να πολεμήσω; Για ποιον να πολεμήσω απ’ όλους ετούτους;» Μόλις ακουστεί αυτό, ο αγώνας τέλειωσε, ο εχθρός έχει αλώσει το εθνικό φρούριο από μέσα. Νοήμονες άνθρωποι είμαστε, καταλαβαίνουμε όλοι τι εννοώ και πως μεταφέρονται αυτά στο σήμερα. Να ξέρετε δε ένα πράγμα: Ο Ιμπραήμ τριγύριζε τρία ολόκληρα χρόνια στην Πελοπόννησο χωρίς να νικηθεί από κανέναν. Οι Ευρωπαίοι του βύθισαν τον στόλο στο Ναυαρίνο και οι Γάλλοι τον έδιωξαν μετά, αλλά οι μόνες που τον νίκησαν σε κανονική μάχη ήταν οι Μανιάτισσες στον Δυρό. Για φανταστείτε πως ένιωσαν οι υπόλοιποι κουρασμένοι Έλληνες που άκουγαν Ιμπραήμ και τρέχανε, όταν μάθανε ότι τον Τουρκοαιγύπτιο τον πήραν κυνήγι μερικές δεκάδες γυναίκες της Μάνης με τα δρεπάνια τους. Αλλά έτσι είναι, η ψυχή κάνει τελικά κουμάντο.

 

Για να ολοκληρώσω. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι στην αυγή της επανάστασης, τα δύο βασικά επαναστατικά κέντρα του ελληνικού χώρου ήταν η Μάνη και η Αχαϊα. Ο διαχωρισμός όμως ήταν εξαιρετικά σαφής. Η Αχαια ήταν το πολιτικό κέντρο, η Μάνη το στρατιωτικό. Και τις επαναστάσεις, που δεν είναι διαδρομές στρωμένες με λόγια αλλά με αίμα, τις ξεκινούν οι στρατιώτες. Αν και ομολογώ ότι δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι ανταγωνισμοί που εν’ πολλοίς δεν έχουν νόημα, δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό στοιχείο που να αμφισβητεί ότι η επανάσταση του ’21 ξεκίνησε από τη Μάνη. Τούτη εδώ η συγκέντρωση των πολεμιστών που γιορτάζουμε σήμερα, ήταν μακράν η πρώτη επαναστατική πράξη του γένους. Όταν στις 24 του Μάρτη καταλήφθηκε η Καλαμάτα, πράγματι είχαν αρχίσει σποραδικές εχθροπραξίες και αλλού. Αλλά στις 17 του Μάρτη εδώ στην Αρεόπολη, ήταν η πρώτη επίσημη σύναξη πολεμιστών που ύψωσε την ελληνική σημαία επί ελληνικού εδάφους, στο Κοτρώνι.  

 

Αλλά την ώρα που απλός φτωχός Μανιάτης, ο σχεδόν ακτήμονας Έλληνας έπαιρνε το ντουφέκι του και προσέφερε στην πατρίδα το μόνο που είχε, τη ζωή του, για ακούστε τι γινόταν στα υψηλά κλιμάκια: Το 1825 «συνωμολογήθη εν’ Λονδίνω, εθνικόν δάνειον δύο εκατομμυρίων χρυσών Αγγλικών λιρών, δια την χρηματοδότηση του αγώνος». Για ακούστε τη συνέχεια, ώστε να καταλάβετε πόσο υπονομευμένος ήταν από τα σπάργανα ο αγώνας και η προοπτική του έθνους: Από τα 2 εκατομμύρια, το 45% κρατήθηκε από την αρχή ως εγγύηση από τους Άγγλους, άρα μένει 1.100.000. Απ’ αυτά, τόκοι δύο χρόνων 200.000, μεσιτικά 68.000, εξαγορά ομολογιών δανείου 212.200, συμβολαιογραφικά 13.700, έξοδα μεσαζόντων 15.487.  Συνεχίζω: 156.000 λίρες στέλνονται απ’ ευθείας στην Αμερική για την κατασκευή δυο φρεγατών. Φτιάχτηκε η μία που ήρθε μετά την επανάσταση και την έκαψε ο Μιαούλης στον Πόρο όταν τσακώθηκε με τον Καποδίστρια. 123.000 έμειναν στην Αγγλία για την κατασκευή έξι πολεμικών πλοίων, μας παραδόθηκε μόνο ένα. 37.000 κρατήθηκαν για μισθοδοσία του φιλέλληνα Κόχραν –ωραίος φιλέλληνας-, 77.200 παρακρατήθηκαν έναντι παλιών χρεωστούμενων στους Άγγλους και άλλες 47.000 για πληρωμή διαφόρων λογαριασμών. Εν’ τέλει, από τα 2 εκατομμύρια που πήραμε δάνειο και χρωστούσαμε, στα ελληνικά ταμεία έφτασαν μόλις 190.000 λίρες. Κι αυτά μόλις ήρθαν, δεν δόθηκαν στον αγώνα κατά των Τούρκων, αλλά   διαμοιράστηκαν στις διάφορες φατρίες που σφάζονταν για την εξουσία. Αποτέλεσμα; Μόλις ανέλαβε το 1828 κυβερνήτης ο Καποδίστριας, έφτιαξε μια επιτροπή για να κάνει απογραφή στο ταμείο του κράτους. Η επίσημη αναφορά του Προέδρου της επιτροπής Ανδρέα Κοντόσταυλου, ήταν σαφέστατη και συντομότατη: «Κύριε κυβερνήτα, εις τα ταμεία του κράτους ευρέθη μόνο ένα νόμισμα και αυτό κίβδηλον».

 

Όμως παρά ταύτα, εκείνοι φτιάξανε πατρίδα. Κι υποφέρανε τα πάνδεινα, κι ας ήταν, όσοι απόμειναν ζωντανοί μετά την απελευθέρωση, σε χειρότερη κατάσταση απ’ όσο είναι σήμερα οι πρόσφυγες στην Ειδομένη, δίχως σκηνές και ΜΚΟ και διεθνή δίκαια και ευρωπαϊκές βοήθειες. Η ελληνική ιστορία δεν ήταν μόνο ένας συνεχής αγώνας ανάμεσα σε μας και τους ξένους εχθρούς, ήταν κυρίως ένας εσωτερικός αγώνας μας ανάμεσα στα μεγάλα προτερήματα και τα θηριώδη ελαττώματα μας. Εδώ είναι το θέμα: Από τους αρχαίους Έλληνες, απ’ τους Βυζαντινούς, απ’ τους αγωνιστές του ’21, αλλά κι απ’ αυτούς που πολέμησαν το ’12 και το ’40, τα ελαττώματα τους τα πήραμε. Τα προτερήματα τους, άραγε, τα πήραμε; Ελπίζουμε πως ναι, για ν’ αντέξουμε και να νικήσουμε σ’ αυτό τον αόρατο και άνανδρο πόλεμο στον οποίον έχουμε εμπλακεί στις μέρες μας. Διότι μόνο τότε θα δικαιούμαστε να αναφωνήσουμε «τιμή και δόξα στους αγωνιστές που από το μηδέν δημιούργησαν για μας μια ελεύθερη και περήφανη πατρίδα».

 

Σας ευχαριστώ θερμά.

 

 

18/03/2016