Βυζαντινή περίοδος – Φραγκοκρατία

 

 

Kατά τη βυζαντινή περίοδο, ολόκληρη η Λακωνική υπαγόταν αρχικά στην Επαρχία Ελλάδος και στη συνέχεια, μετά την ίδρυση των θεμάτων -των βυζαντινών αυτών διοικητικών και στρατιωτικών περιφερειών -στο θέμα Πελοποννήσου. Από τον 6ο αιώνα άρχισε η έλευση Σλάβων στην περιοχή, κυρίως Μηλιγγών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές του Ταϋγέτου, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους.

Σύμφωνα με το Βασίλη Παναγιωτόπουλο, είναι πιθανό η έλευση και εγκατάσταση των νομαδικών αυτών φύλων να διευκολύνθηκε από την πληθυσμιακή ερήμωση που ακολούθησε κάποια επιδημία πανώλης (Παναγιωτόπουλος 1985). Δε φαίνεται, πάντως, να υπήρξαν ιδιαίτερα προβλήματα συνύπαρξης των επήλυδων με τους τοπικούς πληθυσμούς, και κατά το 10ο αιώνα ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε ανέλαβε συστηματική δράση για τον εκχριστιανισμό τους.

Η παρουσία των Μηλιγγών Σλάβων στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου ανιχνεύεται στα τοπωνύμια της περιοχής, ειδικά στα ανατολικά χωριά του Δήμου Σμύνους. Αναφέρουμε, για παράδειγμα, το τοπωνύμιο Celina (σημ. Μελιτίνη) που προέρχεται από τη σλαβική λέξη Zelina και σημαίνει χόρτο, λάχανο, βοτάνι, και τα Rosova (σημ. Λεμονιά) και Strozza (σημ. Προσήλιο), από τα οποία το μεν πρώτο προέρχεται από τη σλαβική λέξη roza και την κατάληξη –ova και δηλώνει τον τόπο με τις τριανταφυλλιές, το δε δεύτερο από τη σλαβική λέξη struga που σημαίνει το ρεύμα, το ρυάκι, την κοίτη του ποταμού (Κόμης 1995).

Η πολιτική ιστορία της Πελοποννήσου μεταβλήθηκε ριζικά το 1204, έτος κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Με τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, Φράγκοι πρίγκηπες, που παρέμειναν στην Πελοπόννησο, συγκρούστηκαν με τους τοπικούς βυζαντινούς άρχοντες, που υπερασπίζονταν κυρίως τη δική τους τοπική εξουσία. Οι Φράγκοι προοδευτικά κατέλαβαν την Πελοπόννησο και εγκαθίδρυσαν ένα φεουδαλικού τύπου καθεστώς, το πριγκηπάτο της Αχαϊας (ή Μορέως) υπό την ηγεσία του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου.
Για τον έλεγχο τόσο των Μανιατών, οι οποίοι βρίσκονταν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, όσο και των Μηλιγγών Σλάβων, οι Φράγκοι έκτισαν μια σειρά κάστρων στην ευρύτερη περιοχή της Λακωνίας. Στα οχυρωματικά έργα της περιόδου ανήκουν το κάστρο του Πασσαβά στην Κλεισούρα του δρόμου από το Γύθειο προς την Αρεόπολη, το κάστρο του Λεύκτρου, που οι Φράγκοι ονόμαζαν Beaufort, το κάστρο της Μεγάλης Μάνης και βορειότερα το κάστρο του Μυστρά, το κτίσιμο του οποίου σηματοδότησε την εδραίωση της φραγκικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Η φραγκική κυριαρχία στην Πελοπόννησο διατηρήθηκε μέχρι τη μάχη της Πελαγονίας το 1259 μ.Χ. Εκεί το φραγκικό εκστρατευτικό σώμα του πριγκηπάτου της Αχαϊας ηττήθηκε από τον στρατό του βασιλείου της Νίκαιας και ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλαρδουίνος συνελήφθη από τον Ιωάννη Παλαιολόγο. Με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης τα τέσσερα κάστρα της Λακωνίας -του Μυστρά, του Γερακίου, της Μονεμβασιάς και της Μεγάλης Μάνης-παραχωρήθηκαν στο βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και αποτέλεσαν τον πυρήνα της βυζαντινής διοίκησης στην Πελοπόννησο.

Ο πυρήνας αυτός αργότερα εξελίχθηκε στο φημισμένο Δεσποτάτο του Μορέως με έδρα το Μυστρά, τις υποθέσεις του οποίου διαχειριζόταν η οικογένεια των Παλαιολόγων (Παναγιωτόπουλος 1985). Την ίδια περίοδο οι κάτοικοι της Μάνης, εκμεταλλεύομενοι τη γεωγραφική της θέση, εξεγέρθηκαν αρχικά εναντίον των Φράγκων, καταλαμβάνοντας τα κάστρα του Πασσαβά και του Λεύκτρου, και στη συνέχεια εναντίον της βυζαντινής διοίκησης, μαχόμενοι πάντα για τη διατήρηση της αυτονομίας τους.
Μετά το 1430 οι Βυζαντινοί εξεδίωξαν εντελώς τους Φράγκους από την Πελοπόννησο. Οι μόνοι που διατήρησαν τις κτήσεις τους σε αυτή ήταν οι Βενετοί, με τους οποίους οι Βυζαντινοί, παρά τις περιοδικές μεταξύ τους προστριβές, διατηρούσαν καλές σχέσεις (Παναγιωτόπουλος 1985). Η βυζαντινή εξουσία, ωστόσο, δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ στις τουρκικές επιθέσεις, τόσο λόγω της σταδιακής αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας στην Πελοπόννησο εξαιτίας των εσωτερικών συγκρούσεων, όσο και λόγω της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής.

Το 1460 οι Τούρκοι υπό το Μωάμεθ Β΄ κατέλαβαν το βυζαντινό τμήμα της Πελοποννήσου, με την εξαίρεση της Μονεμβασίας που καταλήφθηκε το 1540, ενώ οι βενετικές κτήσεις διατηρήθηκαν για μερικές ακόμη δεκαετίες. Η πρώτη τουρκοκρατία, όπως πολλοί ιστορικοί ονομάζουν την περίοδο από το 1460 έως το 1685, είχε αρχίσει για την Πελοπόννησο. Η Μάνη, ωστόσο, προέβαλε σθεναρή αντίσταση μετά την κατάλυση του δεσποτάτου του Μυστρά και δεν υπέκυψε στις επιθέσεις των τουρκικών στρατευμάτων.
Οχυρωμένοι στα δυσπρόσιτα εδάφη τους και με εξόδους διαφυγής προς τη θάλασσα και τις απόκρημνες πλαγιές του Ταϋγέτου, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Μάνης αντιστάθηκαν πάντα σε κάθε μορφή ελέγχου από την εκάστοτε κεντρική εξουσία.

Ο Κώστας Κόμης αναφέρει ότι μετά την κατάλυση του Μυστρά θα πρέπει να υπήρξαν μετακινήσεις πληθυσμού από το Μυστρά προς την υπό βενετική προστασία Μάνη (Κόμης 1995). Παράλληλα, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αναφέρεται στην περιοχή η παρουσία Αλβανών stradioti, που με τη συνεργασία των Μανιατών πραγματοποιούσαν εξορμήσεις εναντίον των οθωμανικών στρατευμάτων, συχνά υπό τις οδηγίες των Βενετών.

11/10/2011