Οθωμανική περίοδος – Βενετοκρατία

 

 

Mεσούντος του τουρκο-βενετικού ανταγωνισμού για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου, οι κάτοικοι της Μάνης και της ευρύτερης περιοχής εξεγείρονταν διαρκώς για την προάσπιση της αυτονομίας και των οικονομικών τους συμφερόντων. Εκείνη την περίοδο, οι δυσπρόσιτες εκτάσεις του σημερινού Δήμου Σμύνους, στα σύνορα με τη Μάνη, αποτέλεσαν συχνά πεδίο σύγκρουσης των αντίπαλων πλευρών.

Ακόμη και μετά την υπογραφή της συνθήκης του 1479, με την οποία έληξε ο πρώτος τουρκο-βενετικός πόλεμος (1463-1479), ο επαναστατικός αναβρασμός δεν τελείωσε στην ορεινή Μάνη. Για δύο περίπου χρόνια ο Κροκόδειλος Κλαδάς, πλέον χωρίς τη βοήθεια των Βενετών, είχε θέσει υπό τον έλεγχό του όλη τη νότια Λακωνία. Μαζί του συμπαρατάχθηκαν ο Θεόδωρος Μπούας Γρίβας και ο Μέξας Μπουζίκης-Αλβανοί οπλαρχηγοί της φρουράς του Ναυπλίου-αφού προηγουμένως ξεσήκωσαν σε επανάσταση τους αλβανόφωνους πληθυσμούς της Μπαρδούνιας.

Μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια του Αλή Μπούμικου να νικήσει τους επαναστάτες (Ιανουάριος 1481), ο σουλτάνος έστειλε εναντίον τους τον εμπειροπόλεμο πασά της Αυλώνας Αχμέτ.

Ο Αχμέτ πασάς, αφού συγκέντρωσε μεγάλο στρατό στο Μυστρά και απέκλεισε τις διεξόδους διαφυγής των επαναστατών, επιτέθηκε  τον Απρίλιο του ίδιου έτους εναντίον του Κλαδά και των αντρών του στην Καστάνια1. Η μάχη ήταν άγρια και κράτησε πολλές ώρες και στο τέλος, όταν οι επαναστάτες δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην ανωτερότητα του τουρκικού στρατού, ο Κλαδάς και οι άντρες του κατέφυγαν στην κορυφή του Μπροτά, του βουνού της Καστάνιας. Από κει διέφυγαν στο Πόρτο Κάγιο, από όπου ο Κλαδάς και πενήντα από τα παλληκάρια του μεταφέρθηκαν στη Νεάπολη της Ιταλίας στην υπηρεσία του βασιλιά Φερδινάδου Α΄ (Καψάλης 1956, Μπίρης 1998).

Μετά το πέρας της ομώνυμης μάχης, η Καστάνια καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ οι κάτοικοί της για να σωθούν κατέφυγαν στις σπηλιές των γύρω βουνών. Κατά τον Καψάλη, από τότε (1481) η Καστάνια αποτελεί κομμάτι της Μάνης2. Παρά τις τουρκικές επιτυχίες, ωστόσο, η Μάνη, ή τουλάχιστον ένα μέρος της, διατήρησε την ανεξαρτησία της. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου τουρκο-βενετικού πολέμου (1499-1503), νέες επαναστατικές εστίες εκδηλώθηκαν στην περιοχή, που όμως κάμφθηκαν γρήγορα. Για να περιορίσουν την επαναστατικότητα των Μανιατών, οι Τούρκοι προσπάθησαν να τους απομονώσουν από την ενδοχώρα, ενισχύοντας τις οχυρές θέσεις του Πασσαβά και του Κελεφά στα βόρεια και δυτικά σύνορα της Μάνης. Παρόλα αυτά ακόμη και στα μέσα του 17ου αιώνα, όταν η Μάνη είχε πλέον καταληφθεί από τους Τούρκους, δεν υπήρχε ασφάλεια για τους μουσουλμάνους της Μπαρδούνιας έξω από τα τείχη των οχυρωμένων θέσεών τους.

Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, που βρέθηκε στην περιοχή στα 1670, μας δίνει μια καλή εικόνα της κατάστασης. Σύμφωνα με την περιγραφή του, το κάστρο της Μπαρδούνιας «[...] είχε καταληφθεί από τον Πορθητή με συνθηκολόγηση. Είναι βοϊβοδαλίκι του σαντζακιού του Μυστρά. Πρόκειται για μικρό καζά των 150 ακτσέδων. Υπάρχουν 114 υπερασπιστές του φρουρίου. [...] Μέσα στο φρούριο υπάρχουν μικρά στενά σπίτια χωρίς αυλές και με στενούς δρόμους. [...] Στα έξω από το φρούριο βουνά υπάρχουν κρύα νερά και πολλά αμπέλια και μποστάνια.[...] Οι κάτοικοι είναι πολύ γενναίοι. Κάθε τόσο μαλώνουν με τους απίστους Μανιάτες. Έξω από τα τείχη του φρουρίου, ένεκα του φόβου των απίστων Μανιατών, κανένα σπίτι δεν υπάρχει. Ο κάμπος του είναι πολύ εύφορος3». Η κατάσταση στην περιοχή άλλαξε άρδην με την ανακατάληψη της Πελοποννήσου από το Βενετό ναύαρχο Μοροζίνη (1685-1715).

Την περίοδο της βενετοκρατίας, η Λακωνία αποτέλεσε μία από τις τέσσερις διοικητικές περιφέρειες του regno della Μorea, στα όρια της οποίας είχαν ενταχθεί οι περιοχές του Μυστρά, της Μονεμβασίας, της Μπαρδούνιας και της Μάνης με πρωτεύουσα τη Μονεμβασία. Φαίνεται ότι την περίοδο εκείνη υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια στην περιοχή, με αποτέλεσμα κάτοικοι της Έξω Μάνης και του Πασσαβά να αναπτύξουν οικονομικές δραστηριότητες στην περιφέρεια της Μπαρδούνιας.

Από έγγραφα της εποχής πληροφορούμαστε τις δραστηριότητές τους: ένας Pietro Bozzis, για παρράδειγμα, αναφέρεται ως ενοικιαστής δύο νερόμυλων στο ποτάμι της Μπαρδούνιας για την περίοδο 1699 έως 1703, ενώ το αυτό έτος ενοικίασε μεγάλη έκταση γης στην Μπαρδούνια και τον Πασσαβά. Κάποιος Pietro Adramachi da Chielefa φέρεται να νοίκιασε το 1704 ένα νερόμυλο και το επόμενο έτος τις ετήσιες προσόδους των χωριών Cochina Luria, Murtia και Guglianica. Ο Dima Zanetachi αναφέρεται ως ενοικιαστής της δεκάτης των χωριών San Nicolo και Bardugna προς 120 ρεάλια κ.α. (Κόμης 1995). Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε έως το 1715, έτος κατά το οποίο άρχισε η δεύτερη τουρκοκρατία στην Πελοπόννησο, μετά τη νίκη των Τούρκων επί των Βενετών στον τελευταίο βενετο-τουρκικό πόλεμο.

Οι Τούρκοι διατήρησαν τη βενετική διοικητική διαίρεση της Λακωνίας μέχρι τα Ορλοφικά (1770), ταυτόχρονα όμως φρόντισαν να ενισχύσουν την στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή της Μπαρδούνιας για να περιορίσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις επιδρομές των Μανιατών στο Μυστρά και τη Μεσσηνία. Στα πλαίσια αυτά, εμπειροπόλεμοι εξισλαμισθέντες αλβανόφωνοι της Αρκαδίας εποίκισαν τα χωριά της Μπαρδούνιας, επιφέροντας σοβαρές δημογραφικές και διοικητικές μεταβολές στην περιοχή. Αρχικά οι Τουρκομπαρδουνιώτες, όπως ονομάστηκαν οι Τουρκαλβανοί που εγκαταστάθηκαν στα Μπαρδουνοχώρια, οργανώθηκαν γύρω από το κάστρο της Μπαρδούνιας, στη συνέχεια όμως το κέντρο τους μεταφέρθηκε στους Γοράνους και την Κουρτσούνα. Ανώτερη διοικητική και στρατιωτική αρχή της περιοχής ήταν ο επονομαζόμενος Ζαμπαρδούνιας, το συμβούλιο του οποίου συγκροτούσαν οι αγάδες της περιοχής χωρίς όμως τη συμμετοχή αντιπροσώπων του χριστιανικού πληθυσμού. Το έργο του  Δερβέναγα και των ντερβετζήδων του εκτελούσαν οι αγάδες, ο καθένας στην περιοχή του. Η πολεμική δύναμη των Τουρκομπαρδουνιωτών υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 2.500 εμπειροπόλεμους στρατιώτες. Ταυτόχρονα έγιναν έργα για την οχύρωση της περιοχής: ανεγέρθηκαν οχυροί πύργοι εφοδιασμένοι με κανόνια και η Μπαρδούνια γρήγορα μετατράπηκε σε έναν «απέραντο αμυντικό στρατώνα», κατά την έκφραση του Γεράσιμου Καψάλη, ο οποίος μας δίνει και τον κατάλογο των χωριών της Μπαρδούνιας με τους πύργους τους: «τα Βαρδουνοχώρια δε των Τουρκοβαρδουνιωτών -στα οποία όμως κατοικούσαν και Έλληνες Βαρδουνοχωρίτες-είναι τα ακόλουθα: τα Τσέρια (Αγ. Μαρίνα) τα οποία έιχαν τρεις πύργους και αγάδες τον Μουρχούτη (Μουρχούτ αγά) τον Αλικάκη -εξελληνίσθηκε το 1821-τον Δερβίσαγα και το Μεράκο (Ομεράκο).

Η Ζελίνα (Μελιτίνη) το κεντρικότερο χωριό της Πέρα Ρίζας. Για τούτο και σε αυτό πρωτο-ιδρύθηκε σχολείο μετά την απελευθέρωση της Βαρδούνιας. Είχε ένα πύργο και αγά τον Ομέρ σπαχή. Η Ρόζοβα (Λεμονιά) που είχε τρεις πύργους και αγάδες Καραμαναίους. Η Στροντζά (Προσήλιον) η παλαιότερη που είχε τρεις πύργους. [...] Η Πάνω Πρίτσα (Παλιόβρυση) που είχεν επίσης έναν πύργο και αγά τον Σαφιολάκη. Και η κάτω Πρίτσα που είχεν επίσης έναν πύργο και οπλαρχηγούς το Χουσεϊν αγά και τον Χοντρολιά. Και τα έξι τούτα χωριά που αποτελούσαν την Πέρα Ρίζα συναποτελούσαν με τα εξ της Δώθε Ρίζας τον τέως Δήμο Μελιτίνης του οποίου τα χωριά φημίζονταν για το άφθονο και εκλεχτό μέλι που παρήγον. [...] Η Πετρίνα που η θέα της ευφραίνει επίσης την ψυχή των ταξιδιωτών και αμιλλάται σήμερα με τις προοδευτικότερες κοινότητες της Λακωνίας σε κοινωνική οργάνωση και πολιτιστική κίνηση, είχε τρεις πύργους» (Καψάλης 1957). Οι Τουρκομπαρδουνιώτες γρήγορα εξελίχθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την κεντρική διοίκηση.

Πέρα από τα συχνά παράπονα των χριστιανών για τις λεηλασίες και τις κλοπές των Τουρκομπαρδουνιωτών, οι τελευταίοι κάποτε εστρέφοντο και εναντίον της τουρκικής διοίκησης. Ο Leake αναφέρει ότι «συχνά συγκρούονται με τους Μανιάτες και έρχονται στα χέρια. Επειδή όμως όλοι αυτοί οι πληθυσμοί έχουν ένα κοινό εχθρό, που είναι ο δυνάστης του τόπου, αντιλαμβάνονται πολύ καλά το συμφέρον τους και τακτοποιούν τις διαφορές τους» (Leake 1830, 1: 199). Και αν οι Μανιάτες και οι Τουρκομπαρδουνιώτες από καιρό σε καιρό συνεργάζονταν εναντίον της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης, και η Πύλη από την πλευρά της γνώριζε καλά πώς να εφαρμόζει την πολιτική του διαίρει και βασίλευε: σε εκείνη τη φάση οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους κλέφτες του Μοριά για την εξόντωση των Τουρκαλβανών, που είχαν ξεφύγει πλέον από τον έλεγχό τους. Μετά την εξόντωση των Τουρκαλβανών στα Τρίκορφα το 1779, ο Χασάν πασάς στράφηκε εναντίον των κλεφτών του Μοριά. Όταν γύρισε από την Κωνσταντινούπολη, όπου τιμήθηκε με τον τίτλο του Γαζή για τις επιτυχίες του, έστειλε τον Αλήμπεη στο Μαραθονήσι (σημ. Γύθειο), για να επιτεθεί εναντίον του περιβόητου Παναγιώταρου Βενετσανάκη και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη-οι οποίοι με τα παλληκάρια τους είχαν οχυρωθεί στη θέση Αρία κοντά στην Καστάνια.

Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέρου του Μοριά στα απομνημονεύματά του, η μάχη κράτησε 12 ημέρες και 12 νύχτες χωρίς οι αμυνόμενοι να λάβουν βοήθεια από τη Μάνη. Στη μάχη αυτή του 1780, πρώτος σκοτώθηκε ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, ενώ ο Παναγιώταρος πρώτα συνελήφθη και λίγο αργότερα θανατώθηκε από τις τουρκικές δυνάμεις. Την κατάληψη του χωριού επακολούθησε το γκρέμισμα των πυργόσπιτων των καπεταναίων και η κακοποίηση του πληθυσμού του (Καψάλης 1956). Έκτοτε η μάχη αυτή πέρασε στο δημοτικό τραγούδι:

πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξει θέλει σκοτίδιασε η μαυρομηλιά και της μηλιάς ο κάμπος εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια, κ’ εκόπηκε το πέρασμα, κ’ εκόπη το γιοφύρι, που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι, με τα μπαϊράκια τα χρυσά, τοις ασημομπιστόλαις  [...] Τ’ακούει ο Παναγιώταρος κ’ εσβήστη από τα γέλοια.
«Τι λες κουμπάρε Κωνσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις? Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι? Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο Πύργος, Ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ και ο Αλλαμάνος.»
«Δεν προσκυνούμε Αλή μπέη, ο νους σου μην το βάνη, τ’άρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε, παρά θα γίν
ει πόλεμος με τόπια, με ντουφέκια.»

Μετά την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα οι κάτοικοι της περιοχής έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, πολεμώντας τους Τούρκους μέσα και έξω από την Πελοπόννησο. Όταν στα 1825-26 η Επανάσταση κινδύνευσε σοβαρά από την προέλαση των Τουρκο-αιγυπτίων του Ιμπραήμ, οι κάτοικοι της περιοχής αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις για να τον αναχαιτίσουν.

Τον Αύγουστο του 1826 στον ερειπωμένο σήμερα Πολυτζάραβο (ή Πολυάραβο), χωριό χτισμένο σε πλαγιά του Ταϋγέτου νοτίως της Καστάνιας, οι κάτοικοι της περιοχής κατήγαγαν σημαντική νίκη σε βάρος των δυνάμεων του Ιμπραήμ.
Για τους ντόπιους όμως η μάχη του Πολυτζαράβου είχε επιπλέον σημασία, αφού, όπως έχει παρατηρήσει ο Γεράσιμος Καψάλης, «είναι η τελευταία πολεμική ενέργεια στην οποία έλαβαν μέρος οι κάτοικοι των χωριών της νότιας Λακεδαίμονος ενωμένοι ως Βαρδουνοχωρίτες», μιας και στη συνέχεια τα χωριά και οικισμοί της Μπαρδούνιας μοιράστηκαν σε διάφορους δήμους (Καψάλης 1956).

  1. Ο Γεράσιμος Καψάλης υποστηρίζει ότι μαζί με τον Κλαδά βρισκόταν στην Καστάνια και ο Θόδωρος Μπούας με τους άντρες του και ότι ο τελευταίος εγκατέλειψε την περιοχή μετά το πέρας της μάχης, έχοντας προηγουμένως συνθηκολογήσει με τους Βενετούς (Καψάλης 1956). Αντίθετα, ο Κώστας Μπίρης έχει υποστηρίξει ότι ο Θ. Μπούας εγκατέλειψε τον Κλαδά πριν την έναρξη της μάχης της Καστάνιας, επειδή ήλθε σε διάσταση μαζί του (Μπίρης 1998).
  2. Ο Κώστας Κόμης, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει ο Γ. Καψάλης, έχει με επιχειρήματα υποστηρίξει ότι η Castagna που αναφέρεται σε βενετική πηγή του 1480 δεν ταυτίζεται με την Καστάνια του Δήμου Σμύνους, αλλά με την Καστανέα Καλαμάτας. Θεωρούμε ότι κάποιες φορές οι τοπικοί μύθοι έχουν τη δική τους αξία.
  3. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή (1611-1679) περιηγήθηκε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία άλλοτε σαν πολεμιστής και άλλοτε σαν μουεζίνης και συχνά ως ο επίσημος ιστοριογράφος του οθωμανικού κράτους (Κωστάκης 1980-81).
11/10/2011